-
1 πόλεμος
πόλεμος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.)1 warὈλυμπιάδα ἀκρόθινα πολέμου O. 2.4
ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος O. 2.44
ὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40
τὰν πολέμοιο δόσιν ἀκρόθινα διελὼν ἔθυε O. 10.56
λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι O. 12.4
οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις ( πολέμοιο coni. Bergk, cf. O. 2.44) P. 1.47νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων P. 2.64
ἐν πολέμῳ P. 3.101
Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαϊδας ὑπερτάτας P. 8.3
ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον N. 1.16
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢσιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
ἐν πολέμῳ N. 9.36
μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος N. 10.9
φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον I. 6.27
προμάχων ἀν' ὅμιλον ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36
“ υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” I. 8.36τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμ[ενοι] χθόνα Pae. 2.59
στ[ρατὸν] πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις Pae. 2.105
πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13
πολέμου[ Πα. 13. a. 23. γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν fr. 110. ] πολεμοι[ P. Oxy. 2442, fr. 17a. c. gen., “ τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” i. e. war with Zeus Pae. 4.41 met., warspiritμῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ O. 13.51
pro pers., κλῦθ' Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ fr. 78. 1. -
2 ὀρνυω
ὀρνῠω, ὄρνυμι (ὀρνύει; ὀρνύντος: impf. ὤρνυεν: aor. ὦρσεν, ὦρσαν; ὄρσαι: med. ὀρνύμενοι, -ένων, -ενον: aor. ὦρτο; ὄρσο.)a act.I rouse, awaken met.κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11
ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.102
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86
πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον P. 11.23
Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ὦρσαι) fr. 5. 2. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2.II incite, promptἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.29
Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
c. inf.,ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (Boeckh: ὄρνυεν codd.) P. 4.170III send on one's way Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (sc. Ζεύς: ωσεν Π, corr. Π̆{s}) Δ. 4. 37. met., ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτεχαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
b med.I rise up and go, sally outἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.66
αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο σὺν κείνοισι P. 4.134
c. inf.,ὄρσο, τέκνον, δεῦρο ἴμεν O. 6.62
II speed, rush “ βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” P. 4.91III met., start up, beginὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
c in tmesis. ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (v. ἀνόρνυμι) N. 9.8d ]ν χρόνον ὀρνύει[ Pae. 4.11
-
3 ὄρνυμι
ὀρνῠω, ὄρνυμι (ὀρνύει; ὀρνύντος: impf. ὤρνυεν: aor. ὦρσεν, ὦρσαν; ὄρσαι: med. ὀρνύμενοι, -ένων, -ενον: aor. ὦρτο; ὄρσο.)a act.I rouse, awaken met.κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11
ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.102
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86
πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον P. 11.23
Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ὦρσαι) fr. 5. 2. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2.II incite, promptἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.29
Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
c. inf.,ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (Boeckh: ὄρνυεν codd.) P. 4.170III send on one's way Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (sc. Ζεύς: ωσεν Π, corr. Π̆{s}) Δ. 4. 37. met., ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτεχαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
b med.I rise up and go, sally outἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.66
αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο σὺν κείνοισι P. 4.134
c. inf.,ὄρσο, τέκνον, δεῦρο ἴμεν O. 6.62
II speed, rush “ βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” P. 4.91III met., start up, beginὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
c in tmesis. ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (v. ἀνόρνυμι) N. 9.8d ]ν χρόνον ὀρνύει[ Pae. 4.11
-
4 ὄρνυμι
ὄρνῡμι or [suff] ὀρνῑθ-ύω, poet. Verb: from the former come imper. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε, Il.6.363, Od.10.457, al. ; inf.Aὀρνύμεναι Il.17.546
,ὀρνύμεν 9.353
, al.; and from the latter, [tense] pres.ὀρνύει Pi.O.13.12
, cf. Orph.L. 222 : [ per.] 3sg. and pl. [tense] impf. ὤρνυε, -υον, Od.21.100, Il.12.142 : [tense] fut.ὄρσω 21.335
, Pi.N.9.8, S.Ant. 1060 : [tense] aor.ὦρσα Il.5.629
, al., Hes.Th. 523, A. Pers. 496; [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ὄρσασκε Il.17.423
: redupl. [tense] aor. 2ὤρορε 2.146
, Od.4.712, etc. (but ὤρορε stands for ὄρωρε, Il.13.78, Od.8.539):— [voice] Med. ὄρνῠμαι, used by Hom. in [ per.] 3sg.ὄρνυται Il.5.532
, al., imper. ὄρνυσθε ib. 102, al., part.ὀρνύμενος 20.158
, al.: [tense] impf. ὠρνύμην, used by Hom. in [ per.] 3sg. and pl.,ὤρνῠτο Il.3.267
, al.,ὤρνυντο Od.2.397
, al.: [tense] fut. [ per.] 3sg.ὀρεῖται Il.20.140
: [tense] aor. 2 ὠρόμην, [ per.] 3sg.ὤρετο 12.279
,14.397, also very freq. ὦρτο, 5.590, al.; [ per.] 3pl. without augm.ὄροντο Od.3.471
(but v. ὄρομαι),ὀρέοντο Il.2.398
,23.212 (unless this is [tense] impf.); imper. ὄρσο or ὄρσεο, 5.109, al., 3.250, al.; [dialect] Ion. [var] contr.ὄρσευ 4.264
, 19. 139; subj.ὄρηται Od.16.98
,al. ; inf.ὄρθαι Il.8.474
; part.ὀρόμενος A. Th.87
, 115 (both lyr.),ὄρμενος Il.11.326
, al., and in lyr. passages of Trag., A.Ag. 1408 (cf. 429), Supp. 422, S.OT 177: to the [voice] Med. also belongs the [tense] pf. ὄρωρα, used by Hom. only in [ per.] 3sg. ὄρωρε (v. supr.), subj.ὀρώρῃ Il.9.610
, al.; and [tense] plpf.ὀρώρει 2.810
, al. (cf. ὄρομαι), alsoὠρώρει 18.498
, A.Ag. 653, S.OC 1622:—[voice] Pass., [tense] perf. ὀρώρεται, = ὄρωρε, Od. 19.377 ; subj.ὀρώρηται Il.13.271
: [ per.] 3pl. [tense] aor.ὦρθεν Corinn.Supp.1.21
. (Cf. Skt. ṛṇóti 'rush', [tense] aor. [ per.] 3sg. ārta = ὦρτο, Lat. orior; cf. also ἔρσεο, ἔρσῃ, and ἔρετο in Hsch.):—stir, stir up; esp.1 of bodily movement, urge on, incite,τινὰ ἐπί τινι Il.5.629
, 12.293; οἱ ἐπ' αἰετὸν ὦρσε let loose his eagle upon him, Hes.Th. 523;τινὰ ἀντία τινός Il.20.79
; rarely,τινὰ εἰς ἀυάταν Pi.P.2.29
: c. inf., Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι urged them on to fight, Il.13.794, cf. 17.273;τὴν.. ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον Od.23.222
;τόλμα μοι γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν Pi.O.13.12
, cf. P.4.170, S.Ant. 1060:—[voice] Med., with [tense] pf. ὄρωρα, move, stir oneself, εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ while my limbs have power to move, Il.9.610, cf. Od.18.133, etc.: used by Hom. in imper. ὄρσεο, up! arise! (like ἄγε and ἴθι) in exhorting, Il.3.250, al.;ὄρσο 5.109
,24.88;ἀλλ' ὄρσευ πόλεμόνδε 4.264
, 19.139: in hostile sense, rush on, rush furiously,ὦρτο δ' ἐπ' αὐτοὺς [Ἕκτωρ] 5.590
, 11.343;ὦρτο δ' ἐπ' αὐτῷ 21.248
; , etc.;ὄρνυται λαός A.Th.89
(lyr.), cf. 419(lyr.), S.OC 1320.2 make to arise, call forth,ἀπ' Ὠκεανοῦ.. Ἠριγένειαν ὦρσεν Od.23.348
, cf. 7.169; awaken, arouse from sleep,ὦρσεν.. Ἱπποκόωντα Il.10.518
; of animals, start, chase,ὦρσαν δὲ Νύμφαι.. αἶγας ὀρεσκῴους Od.9.154
;ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων.. ὄρσας ἐξ εὐνῆς Il.22.190
:— [voice] Med., arise, start up, esp. from bed,Ἠὼς ἐκ λεχέων.. ὤρνυθ' 11.2
;ὤρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφιν Od.2.2
, etc.;ἀπὸ θρόνου ὦρτο φαεινοῦ Il.11.645
; ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο attacked from.., 5.13 : abs.,ὀρνυμένοιο ἄνακτος Hes.Th. 843
: c. inf., rise to do a thing, set about it,οἱ δ' εὕδειν ὤρνυντο Od.2.397
(so c. part., ὄρσο κέων get thee to bed, 7.342);ὦρτο.. ἴμεν 7.14
, cf. Hes.Sc. 40;ὦρτο πέτεσθαι Il.13.62
, etc.; ὤρετο.. Ζεὺς νειφέμεν started or began to.., 12.279 ; without inf.,ὤρορε θεῖος ἀοιδός Od.8.539
.3 freq. used of things as well as persons, call forth, excite, of storms and the like , which the gods call forth,ὄρσας.. ἀνέμων.. ἀϋτμήν 11.407
, cf. Il.14.254, 21.335 ; , etc.;θεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε A.Pers. 496
:—and in [voice] Med., arise,ὀρώρει δ' οὐρανόθεν νύξ Od.5.294
, al. ;φλὸξ ὦρτο Il.8.135
;ὅτε τις χειμὼν.. ὄροιτο Od.14.522
;ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Il.23.214
;πῦρ ὄρμενον ἐξαίφνης 17.738
, cf. S.OT 177 (lyr.).b of human actions, passions, and the like ,ὄρσαι πόλεμον Il.4.16
;ἔριν Od.3.161
;ἐν δὲ κυδοιμὸν ὦρσε κακόν Il.11.53
;ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο 23.108
, al. ;μή μοι γόον ὄρνυθι Od.17.46
, cf. 10.457 ;ἐν φόβον ὦρσε Il.13.362
;ἐν μένος ὦρσεν 8.335
:—and in [voice] Med., ;καί μοι μένος ὤρορε 13.78
;ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται Od.1.347
;ἔριδος μέγα νεῖκος ὀρώρει Il.17.384
;τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483
, al.; δοῦρα ὄρμενα πρόσσω the darts flying on wards, 11.572 ;ὀρνυμένων πολέμων Pi.O.8.34
; ἀφρὸς ἀπὸ χροὸς ὤρνυτο started from the skin, Hes.Th. 191 ;ὠς λόγος ἐκ πατέρων ὄρωρεν Alc.71
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский